- χωλόπους
- χωλόπουςlame-footedmasc nom/voc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χωλόπους — ουν, ΝΜΑ και χωλοίπους Α νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χωλόπους ζωολ. γένος νωδών θηλαστικών τής οικογένειας βραδυποδίδες, κν. ουνάου μσν. αρχ. χωλός, κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. μικρό πους. Η λ. με την επιστημον.… … Dictionary of Greek
χωλόποδας — χωλόπους lame footed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
χωλοίπους — ουν, Α βλ. χωλόπους … Dictionary of Greek
χωλοποιός — όν, ΜΑ (ειρωνικά για τον Ευριπίδη) αυτός που κάνει κουτσούς τους ήρωές του, που παρουσιάζει στη σκηνή πρόσωπα τα οποία κουτσαίνουν μσν. ο χωλόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + ποιός*] … Dictionary of Greek
χωλοπόδης — και χωλοιπόδης, ὁ, Μ χωλόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. γυμνο πόδης] … Dictionary of Greek